φασματιώ

φασματιώ
-άω, Α
βλέπω οράματα ή έχω παραισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσμα, -ατος + κατάλ. -ιῶ/ -ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια ή κατάσταση σωματική (πρβλ. ναυτ-ιῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”